- ευσέλαος
- εὐσέλαος, -ον (ΑΜ)αστραφτερός, απαστράπτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλας, -αος «λάμψη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσελάων — εὐσέλαος bright shining. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)